άκρος

άκρος
-α, -ο (Α ἄκρος, -α, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος
2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος
3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος
4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον πληθ.) άκροι (όροι)
ο πρώτος και ο τελευταίος όρος μιας πεπερασμένης ακολουθίας
5. επίρρ. ἄκρως
σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά, απόλυτα
νεοελλ.
1. τελευταίος
2. (για ανθρώπους) υπερβολικός, τών άκρων, αδιάλλακτος
3. φρ. «άκρον άωτον» το ανώτατο σημείο μιας καταστάσεως
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά, ο υψηλός
2. (και με τοπική σημ.) ανώτατος, απώτατος, εξώτατος (κυρίως για τα μέλη τού σώματος)
3. αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια
4. ενδότατος, μύχιος
5. (για χρονική περίοδο) προχωρημένος, πλήρης, αλλά και αυτό που μόλις αρχίζει
6. (για ανθρώπους) οἱ ἄκροι
οι καλοί και οι κακοί (με ηθική σημ.)
7. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄκρον α) στην κορυφή ή στην επιφάνεια
β) υπερβολικά
8. επίρρ. ἄκρως κατά την άκρη, την κορυφή
9. φρ. «ἄκρον τῆς χειρὸς» (ή «τοῡ ποδός»), το δάχτυλο
«ἐπἄκρων δακτύλων», ακροποδητί*
«οὐκ ἀπἄκρας φρενός», από το βάθος τής καρδιάς, ολόψυχα
«ἄκρος ὀργήν», ευέξαπτος, οξύθυμος
«ψυχὴν οὐκ ἄκρος», όχι ισχυρός στον νου, χωρίς μεγάλες διανοητικές ικανότητες
10. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀκρόδαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄκρος προέρχεται από την ΙΕ *ακ- «οξύς, μυτερός, κοφτερός» επαυξημένη με το επίθημα -ρο-: ἄκ-ρο-ς (πρβλ. και λατ. ācer, acris «οξύς», αρχ. ινδ. asri
«γωνία, κόχη»). Αρα ετυμολογικά το ἄκρος συνδέεται με τα πολλά ομόρριζα τής ρ. *ακ- τα ἀκή, ἄκων, ἄκμη, ἄκμων, ἄκαινα, ἀκὶς κ.ά. Σημασιολογικά το ἄκρος δήλωνε «τον ακρινό, τον ευρισκόμενο στην άκρη», άρα, κατ’ επέκταση, «τον ακραίο», «τον απώτατο», «τον υπέρτατο», «τον έσχατο». Αυτή η «οριακή έννοια» τού ἄκρος οδήγησε σε διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις, όπως κυρίως εμφανίζονται σε σύνθετα με α' συνθ. το ἄκρο- βλ. λ. με υποκοριστική και επιτατική σημασία. Ο τονισμός τού επιθέτου ἄκρος (αντί *ἀκρὸς) οδήγησε στην υπόθεση πως η λ. ξεκίνησε από ουσιαστικό που εξελίχθηκε σε επίθετο. Οπωσδήποτε χρήσεις τού επιθέτου ως ουσιαστικού, χρήσεις υστερογενείς μάλλον παρά υπολείμματα μιας αρχικής λειτουργίας τής λ. ἄκρος ως ουσιαστικού, αντιπροσωπεύονται από το θηλ. ἄκρα και το ουδ. ἄκρον / ἄκρα. Τέλος, τόσο στην αρχαία όσο και στη μεσαιωνική και νεώτερη ελληνική, το επίθ. ἄκρος από κοινού με τις ουσιαστικοποιημένες του μορφές (η ἄκρα / ἄκρη, το ἄκρον / ἄκρα) δημιούργησαν πλήθος συνθέτων με α' συνθ. το ἀκρο- βλ. λ..
ΠΑΡ. ἀκραῖος, ἀκρία, ἄκρο(ν), ἀκρότης (-ητα), ἀκρωτήριο(ν)
αρχ.
ἄκρα, ἀκρίξω, ἄκρις, ἄκρων
νεοελλ.
άκρα, ακριμιός.
ΣΥΝΘ. αρχ. δείλ-ακρος, ὕπ-ακρος, ὑπέρ-ακρος κάτ-ακρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄκρος — at the farthest point masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο: Εκείνος, όπως είπαν, ήταν ο άκρος σταθμός του σιδηροδρόμου. 2. αυτός που φτάνει στον ανώτατο βαθμό: Επικρατούσε άκρα σιωπή. 3. υπερβολικός: Αυτοί ως χτες ήταν άκροι φίλοι (βλ. και άκρο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρότερον — ἄκρος at the farthest point adverbial comp ἄκρος at the farthest point masc acc comp sg ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτάτων — ἄκρος at the farthest point fem gen superl pl ἄκρος at the farthest point masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτέρων — ἄκρος at the farthest point fem gen comp pl ἄκρος at the farthest point masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρότατα — ἄκρος at the farthest point adverbial superl ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρότατον — ἄκρος at the farthest point masc acc superl sg ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρως — ἄκρος at the farthest point adverbial ἄκρος at the farthest point masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτάταις — ἄκρος at the farthest point fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτάτη — ἄκρος at the farthest point fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”